- λαφυγμός
- λαφ-υγμός, ὁ,A gluttony, Ar.Nu.52, Eup.148; personified, AP6.305 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λαφυγμός — λαφυγμός, ὁ (Α) [λαφύσσω] το να τρώει κανείς άπληστα, να καταβροχθίζει λαίμαργα, λαιμαργία … Dictionary of Greek
λαφυγμός — gluttony masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυγμοῦ — λαφυγμός gluttony masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυγμῷ — λαφυγμός gluttony masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λαφυγμόν — λαφυγμός gluttony masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λάφυξις — λάφυξις, ἡ (Α) [λαφύσσω] λαφυγμός* … Dictionary of Greek